πρεσάρισμα

πρεσάρισμα
το, -ατος
η πράξη και το αποτέλεσμα του πρεσάρω, η πίεση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρεσάρισμα — το, Ν 1. συμπίεση 2. καταπίεση, πίεση, κατάθλιψη 3. τεχνολ. κατεργασία μεταλλουργικών προϊόντων όταν αυτά υποβάλλονται σε θλιπτικές δυνάμεις με τη βοήθεια ενός πιεστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρεσάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα] …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… …   Dictionary of Greek

  • στερέωση — η / στερέωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στερεῶ, ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερεώνω, σταθεροποίηση, παγίωση, εδραίωση, στέριωμα νεοελλ. 1. (υφαντ.) διαδικασία που εφαρμόζεται στα μάλλινα υφάσματα για τη διατήρηση τών νημάτων στις θέσεις που τούς… …   Dictionary of Greek

  • πυρίμαχα υλικά — Υλικά που χρησιμοποιούνται σε βιομηχανικές κατασκευές και χαρακτηρίζονται από την αντοχή τους στις υψηλές θερμοκρασίες χωρίς να χάνουν το σχήμα ή τη σκληρότητά τους. Τα π.υ. δεν αντιδρούν χημικά με τα υλικά που έρχονται σε επαφή και, σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”